-
1 στρύχνον
1 σ. ἁλικάκκαβον, winter cherry, Physalis Alkekengi, Dsc. 4.71, Plin.HN21.177.2 σ. κηπαῖον, hound's berry, Solanum nigrum, Dsc.4.70; v.l. στρύχνος, ὁ, and so Thphr.HP7.15.4.3 σ. μανικόν ( στρύχνος μανικός ib.9.11.6), thorn-apple, Datura Stramonium, Dsc.4.73.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρύχνον
-
2 διρκαία
διρκαία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διρκαία
-
3 κακκαλία
κακκαλία, ἡ,A = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακκαλία
-
4 μώριος
μώριος, ἡ,A = μανδραγόρας ἄρρην, Dsc.4.75.2, Plin.HN25.148.2 = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.75.7, Plin.HN21.180.3 a plant used in philtres, Hsch. -
5 μῶλυ
-
6 ἁλικάκαβον
ἁλι-κάκαβον, τό,A winter-cherry, Physalis Alkekengi, Dsc.4.71, cf. BGU1120.37 (i B. C.):—also [full] ἁλικάκκαβα, Hsch.2 = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.72.3 = δορύκνιον, Crateuasap.Dsc.4.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλικάκαβον
-
7 ἀκακαλίς
ἀκακαλίς, - ίδοςGrammatical information: f.Other forms: κακαλίς· νάρκισσος H. κακκαλία = στρύχνον ὑπνωτικόν Dsc. 4, 72 and 122. Further κὰγκανον = κακ(κ)αλία Gal., Paul. Aeg.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One assumes oriental origin, possibly Egyptian (but why?). Fur. 371, 277 (cf. 138) compares κακαλίς and κάγκανον, which prove Pre-Greek origin. Cf. also ἀκακία.Page in Frisk: 1,49Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀκακαλίς
-
8 διρκαία
Grammatical information: f.Other forms: δίρκαιον n. (Ps.-Dsc.) = δαῦκος (s. v.) and στρύχνον ὑπνωτικόν, `Withania somnifera'; δίρκος m. `seed of pine' (Paus. Gr.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Acc. to Dsc. 4, 75 the plant was called after the sorceress Circe (" ἐπειδη δοκεῖ ἡ ῥίζα φίλτρων εἶναι ποιητική"). We do not know which of the two forms is original. διρκαι- may be from the source Δίρκη. S. Strömberg Pflanzennamen 93 and 152. Fur. 255 points to the Pre-Greek names in - αιο-.Page in Frisk: 1,398Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διρκαία
См. также в других словарях:
στρύχνον — και τρύχνον, τὸ, Α ονομασία διαφόρων ειδών φυτών (α. «στρύχνον ἀλικάκκαβον» είδος κερασιάς β. «στρύχνον κηπαῑον» είδος μουριάς γ. «στρύχνον μανικόν» είδος μηλιάς δ. «στρύχνον ὑπνωτικόν» φυτό με υπνωτικές ιδιότητες). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
μώλυ — μῶλυ, τὸ (Α) 1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά τής μαγικής τέχνης τής Κίρκης 2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν 3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην… … Dictionary of Greek
μώριος — μώριος, ἡ (Α) [μωρός] μτγν. 1. το φυτό μανδραγόρας 2. το φυτό στρύχνον το υπνωτικόν 3. (κατά τον Ησύχ.) «πόα τις. ᾗ πρὸς φίλτρα χρῶνται», φυτό, βότανο που χρησιμοποιούν για μάγια … Dictionary of Greek